καρουλιάζω

καρουλιάζω
1. περιτυλίγω νήμα ή κλωστή γύρω από το πηνίο, το καρούλι
2. βγάζω καρούλα*, σχηματίζω εξόγκωμα στο κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναλόγως σημασίας < καρούλι ή < καρούλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καρουλιάζω — καρούλιασα, καρουλιασμένος 1. τυλίγω νήμα στο καρούλι: Καρούλιασέ την την κλωστή. 2. αποχτώ καρούμπαλο στο κεφάλι: Κάθε λίγο και λιγάκι καρουλιάζει το κεφάλι μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρρουλιάζω — βλ. καρουλιάζω …   Dictionary of Greek

  • μασουρίζω — και μασουριάζω [μασούρι] 1. τυλίγω νήμα σε μασούρι, πηνίζω, καρουλιάζω 2. αποταμιεύω χρήματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”